- δευτερεῖα
- δευτερεῖαof second qualityneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δευτερεία — δευτερεῑα, τα (ενν. ἆθλα) (Α) 1. το δεύτερο βραβείο σε αγώνα 2. η δεύτερη θέση, η δεύτερη σειρά σε κατάταξη … Dictionary of Greek
δευτερεῖον — δευτερεῖα of second quality neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερείαν — δευτερείᾱν , δευτερεῖος of second quality fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερείος — δευτερεῑος, α, ον (Α) 1. ο δεύτερης ποιότητας 2. το ουδ. εν. ως ουσ. α) τα δευτερεία, η δεύτερη θέση β) η δευτερεύουσα ενέργεια … Dictionary of Greek
δευτερούχος — δευτεροῡχος, ον (Α) αυτός που κατέχει τη δεύτερη θέση, που κατέχει τα δευτερεία* … Dictionary of Greek
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
καλλίστευμα — καλλίστευμα, τὸ (Α) [καλλιστεύω] 1. το προτέρημα τής ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος 2. το βραβείο τής ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.) 3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» το δεύτερο βραβείο… … Dictionary of Greek
τριτεία — (I) ἡ, Α [τριτεύω] το αξίωμα τού τριευτοῡ*. (II) τα / τριτεῑα, ΝΑ η τρίτη κατά την τάξη θέση νεοελλ. το τρίτο βραβείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. εῖον, κατά τα πρωτεῖα, δευτερεῖα] … Dictionary of Greek
ԵՐԿՐՈՐԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0702 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. δευτέρωσις repetitio, iteratio Երկրորդելն. երկրորդումն. կրկնութիւն. նորոգումն. յաւելուած. *Երկրորդութիւն խոստմանն աստուծոյ առ աբրահամ. Նախ. ծն.: *Այս տեղի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
δευτερείοις — δευτερεί̱οις , δευτερεῖα of second quality neut dat pl δευτερεῖος of second quality masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)